ψωμί
Gréčtina upraviť
Výslovnosť upraviť
- IPA: [psoˈmi]
Delenie upraviť
- ψω-μί
Podstatné meno upraviť
- rod stredný
Skloňovanie upraviť
▼ Pád ╲ Číslo ► | Singulár | Plurál |
---|---|---|
Nominatív | ψωμί | ψωμιά |
Genitív | ψωμιού | ψωμιών |
Akuzatív | ψωμί | ψωμιά |
Vokatív | ψωμί | ψωμιά |
Význam upraviť
Synonymá upraviť
Príbuzné slová upraviť
- ψωμάς
- ψωμάδαινα
- ψωμάδικο
- ψωμιέρα
- ψωμίζω
- ψωμάκι
- ελιόψωμο
- κριθαρόψωμο
- λαδόψωμο
- λαμπρόψωμο
- ξερόψωμο
- σταφιδόψωμο
- τηγανόψωμο
- τυρόψωμο
- χαρουπόψωμο
- χριστόψωμο
- ψωμοζήτης
- ψωμοζητώ
- ψωμοζώ
- ψωμόλυσσα
- ψωμοπάτης
- ψωμοτρώγω
- ψωμοτύρι
- ψωμοφάγος