Ελλάδα
Gréčtina upraviť
Výslovnosť upraviť
- IPA: [eˈla.ða]
Podstatné meno upraviť
- rod ženský
Skloňovanie upraviť
▼ Pád ╲ Číslo ► | Singulár | Plurál |
---|---|---|
Nominatív | Ελλάδα | Ελλάδες |
Genitív | Ελλάδας | Ελλάδων |
Akuzatív | Ελλάδα | Ελλάδες |
Vokatív | Ελλάδα | Ελλάδες |
Význam upraviť
Príbuzné slová upraviť
- Ελλαδάρα
- Έλληνας
- Ελληνίδα
- ελληνικός
- ελληνικά
- ελλαδικός
- Ελλαδίτης
- ελλαδίτικος
- ελληνάκι
- ελληνάρας
- αλβανέλληνας
- ανθέλληνας
- αρχαιοελληνικός
- βορειοελλαδίτης
- πανελλαδικός
- πανελλήνιος
- σινοελληνικός
- φιλέλληνας
- φιλελληνισμός