Σάββατο
Gréčtina upraviť
Výslovnosť upraviť
- IPA: [ˈsa.va.to]
Podstatné meno upraviť
- rod stredný
Skloňovanie upraviť
▼ Pád ╲ Číslo ► | Singulár | Plurál |
---|---|---|
Nominatív | Σάββατο | Σάββατα |
Genitív | Σαββάτου / Σάββατου | Σαββάτων |
Akuzatív | Σάββατο | Σάββατα |
Vokatív | Σάββατο | Σάββατα |
Význam upraviť
Príbuzné slová upraviť
- σαββατιανός
- σαββατιάτικος
- σαββατικός
- σαββατισμός
- σαββατόβραδο
- σαββατογεννημένος
- Σαββατοκύριακο
- ψυχοσάββατο