αρχιεπίσκοπος
Gréčtina
upraviťVýslovnosť
upraviť- IPA: [aɾ.çi.e.ˈpi.sko.pos]
Delenie
upraviť- αρ-χι-ε-πί-σκο-πος
Podstatné meno
upraviť- rod mužský
Skloňovanie
upraviť▼ Pád ╲ Číslo ► | Singulár | Plurál |
---|---|---|
Nominatív | αρχιεπίσκοπος | αρχιεπίσκοποι |
Genitív | αρχιεπίσκοπου / αρχιεπισκόπου | αρχιεπίσκοπων / αρχιεπισκόπων |
Akuzatív | αρχιεπίσκοπο | αρχιεπίσκοπους / αρχιεπισκόπους |
Vokatív | αρχιεπίσκοπε | αρχιεπίσκοποι |
Význam
upraviť- (v náboženstve) arcibiskup