βενζίνη
Gréčtina
upraviťVýslovnosť
upraviť- IPA: [venˈzi.ni]
Delenie
upraviť- βεν-ζί-νη
Podstatné meno
upraviť- rod ženský
Skloňovanie
upraviť▼ Pád ╲ Číslo ► | Singulár | Plurál |
---|---|---|
Nominatív | βενζίνη | βενζίνες |
Genitív | βενζίνης | βενζινών |
Akuzatív | βενζίνη | βενζίνες |
Vokatív | βενζίνη | βενζίνες |
Význam
upraviťSynonymá
upraviťPríbuzné slová
upraviť- βενζινάδικο
- βενζινάκατος
- βενζιναντλία
- βενζινάροτρο
- βενζινοκινητήρας
- βενζινοκίνητος
- βενζινόκολλα
- βενζινομηχανή
- βενζινόπλοιο
- βενζινοπώλης
- βενζινοπώλισσα
- βενζόλιο