γάλα
Gréčtina
upraviťVýslovnosť
upraviť- IPA: [ˈɣa.la]
Delenie
upraviť- γά-λα
Podstatné meno
upraviť- rod stredný
Skloňovanie
upraviť▼ Pád ╲ Číslo ► | Singulár | Plurál |
---|---|---|
Nominatív | γάλα | γάλατα |
Genitív | γάλατος / γάλακτος | γαλάτων |
Akuzatív | γάλα | γάλατα |
Vokatív | γάλα | γάλατα |
Význam
upraviťSynonymá
upraviťPríbuzné slová
upraviť- αγαλακτία
- αγάλακτος
- αγαλαξία
- αγάλατος
- αγαλούχητος
- απόγαλα
- απογαλακτίζω
- απογαλάκτιση
- απογαλακτισμένος
- απογαλακτισμός
- απογαλακτώ
- απογαλακτούμαι
- απογάλιασμα
- απογαλουχισμός
- ασπρογαλατιάζω
- ασπρογαλιάζω
- ασπρογάλιασμα
- ασπρογαλιασμένος
- αφρογαλατένιος
- αφρογαλάτος
- βουτυρόγαλα
- γαλαδελφή
- γαλαδερφή
- γαλαδελφός
- γαλαδερφός
- γαλαθηνός
- γαλαθινός
- γαλακτένιος
- γαλακτερά
- γαλακτερός
- γαλακτικός
- γαλακτοκομικά
- γαλακτοκομικός
- γαλακτόμετρο
- γαλακτοπωλείο
- γαλακτόζη
- γαλακτούχος
- γαλακτώδης
- γαλάκτωμα
- γαλακτωματώδης
- γαλακτώνω
- γαλαχτώνω
- γαλάκτωση
- γαλαμέλκτης
- γαλαντλία
- γαλαξίας
- γαλάρα
- γαλάρι
- γαλάριος
- γαλαριός
- γαλαροκοπή
- γαλαροκούδουνο
- γαλαρολίβαδο
- γαλαρόμαντρα
- γαλαρομάντρι
- γαλατάδερφος
- γαλατάδικο
- γαλατάκι
- γαλατάλευρο
- γαλακτάλευρο
- γαλατάς
- γαλατένιος
- γαλατερά
- γαλατερό
- γαλατερός
- γαλαχτερός
- γαλατιά
- γαλατιάζω
- γαλατιέρα
- γαλατιερίτσα
- γαλατίζω
- γαλατίλα
- γαλατοκρέμμυδο
- γαλατομάζωμα
- γαλατόπιτα
- γαλακτόπιτα
- γαλατοπιτίτσα
- γαλατοπιτούλα
- γαλατόσαρκος
- γαλατόσκονη
- γαλακτόσκονη
- γαλατού
- γαλατούσα
- γαλατοφόρος
- γαλακτοφόρος
- γαλατόχορτο
- γαλατόχυτος
- γαλατόψωμο
- γαλατσίδα
- γαλατώδης
- γαλάτωμα
- γαλατωμένος
- γαλατώνω
- γαλαχτίζω
- γαλαχτίζομαι
- γαλαχτωμένος
- γαλαχτώνω
- γαλούσα
- γαλούχηση
- γαλουχία
- γαλάχτισμα
- γαλαχτώδικος
- γαλουχημένος
- γαλουχώ
- γαλουχούμαι
- γλυκογαλατιάζω
- ξαναγαλουχώ
- ξετυρογαλιάζω
- ολογάλαχτος
- ομογάλακτος
- πολυγαλακτία
- πολυγάλατος
- πολυγάλακτος
- πρωτόγαλα
- τυρογαλιάζω
- υπεργαλακτία
- υπογαλακτία
- φρεσκογαλαχτωμένος