δικηγορικός
Gréčtina upraviť
Výslovnosť upraviť
- IPA: [ði.ci.ɣo.ɾi.ˈkos]
Homofóny upraviť
Prídavné meno upraviť
Skloňovanie upraviť
Číslo | singulár | plurál | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
Rod | mužský | ženský | stredný | mužský | ženský | stredný |
nominatív | δικηγορικός | δικηγορική | δικηγορικό | δικηγορικοί | δικηγορικές | δικηγορικά |
genitív | δικηγορικού | δικηγορικής | δικηγορικού | δικηγορικών | δικηγορικών | δικηγορικών |
akuzatív | δικηγορικό | δικηγορική | δικηγορικό | δικηγορικούς | δικηγορικές | δικηγορικά |
vokatív | δικηγορικέ | δικηγορική | δικηγορικό | δικηγορικοί | δικηγορικές | δικηγορικά |
Význam upraviť
Synonymá upraviť
- (čiastočne) δικηγορίστικος