ζώο
Gréčtina upraviť
Výslovnosť upraviť
Delenie upraviť
- ζώ-ο
Etymológia upraviť
Zo starogréckeho ζῷον.
Podstatné meno upraviť
- rod stredný
Skloňovanie upraviť
▼ Pád ╲ Číslo ► | Singulár | Plurál |
---|---|---|
Nominatív | ζώο | ζώα |
Genitív | ζώου | ζώων |
Akuzatív | ζώο | ζώα |
Vokatív | ζώο | ζώα |
Význam upraviť
Synonymá upraviť
Príbuzné slová upraviť
- άζωος
- αναζωογονώ
- ολιγόζωος
- λιγόζωος
- φιλόζωος
- φιλοζωικός
- ωοζωοτοκία
- ωοζωοτόκος
- βρομόζωο
- επιζωοτία
- ζωανθρωπία
- ζώδιο
- ζωικός
- ζωντανό
- ζωντόβολο
- ζωολογία
- ζωόφιλος
- ζωύφιο
- ζωώδης
- Μετάζωα
- Παράζωα
- Πρωτόζωα
- πειραματόζωο
- Σπορόζωα
- ζωή
- ζω