θρησκεία
Gréčtina
upraviťVýslovnosť
upraviť- IPA: [θɾiˈsci.a]
Delenie
upraviť- θρη-σκεί-α
Podstatné meno
upraviť- rod ženský
Skloňovanie
upraviť▼ Pád ╲ Číslo ► | Singulár | Plurál |
---|---|---|
Nominatív | θρησκεία | θρησκείες |
Genitív | θρησκείας | θρησκειών |
Akuzatív | θρησκεία | θρησκείες |
Vokatív | θρησκεία | θρησκείες |
Význam
upraviťPríbuzné slová
upraviť- άθρησκος
- αλλαξοθρησκία
- αλλόθρησκος
- ανεξιθρησκία
- ανεξίθρησκος
- αντιθρησκευτικός
- αντίθρησκος
- αποθρησκευτικοποίηση
- αρνησιθρησκία
- αρνησίθρησκος
- ηθικοθρησκευτικός
- θρησκειολογία
- θρησκειολόγος
- θρήσκευμα
- θρησκεύομαι
- θρησκεύω
- θρησκευόμενος
- θρησκευτικά
- θρησκευτικός
- θρησκευτικότητα
- θρησκόληπτος
- θρησκοληψία
- θρήσκος
- θρήσκα
- θρήσκο
- ομόθρησκος