καραμέλα
Gréčtina
upraviťVýslovnosť
upraviť- IPA: [ka.ɾaˈme.la]
Delenie
upraviť- κα-ρα-μέ-λα
Etymológia
upraviťZ talianskeho caramella.
Varianty zápisu
upraviťPodstatné meno
upraviť- rod ženský
Skloňovanie
upraviť▼ Pád ╲ Číslo ► | Singulár | Plurál |
---|---|---|
Nominatív | καραμέλα | καραμέλες |
Genitív | καραμέλας | καραμελών |
Akuzatív | καραμέλα | καραμέλες |
Vokatív | καραμέλα | καραμέλες |
Význam
upraviťSynonymá
upraviť- ζαχαρωτό
- —
- —
Príbuzné slová
upraviť- καραμελάδικο
- καραμελάς
- καραμελέ
- καραμελιάζω
- καραμέλιασμα
- καραμελιασμένος
- καραμελοποιητής
- καραμελόχρωμα
- καραμέλωμα
- καραμελώνω
- καραμελωτός