λεξικολογικός

Gréčtina

upraviť

Výslovnosť

upraviť
  • IPA: [lɛ.ksi.kɔ.lɔ.ʝi.ˈkos]

Prídavné meno

upraviť

Skloňovanie

upraviť
Číslo singulár plurál
Rod mužský ženský stredný mužský ženský stredný
nominatív λεξικολογικός λεξικολογική λεξικολογικό λεξικολογικοί λεξικολογικές λεξικολογικά
genitív λεξικολογικού λεξικολογικής λεξικολογικού λεξικολογικών λεξικολογικών λεξικολογικών
akuzatív λεξικολογικό(ν) λεξικολογική λεξικολογικό λεξικολογικούς λεξικολογικές λεξικολογικά
vokatív λεξικολογικέ λεξικολογική λεξικολογικό λεξικολογικοί λεξικολογικές λεξικολογικά

Význam

upraviť
  1. lexikologický, slovnikársky

Príbuzné slová

upraviť