λεξικολογικός
Gréčtina
upraviťVýslovnosť
upraviť- IPA: [lɛ.ksi.kɔ.lɔ.ʝi.ˈkos]
Prídavné meno
upraviťSkloňovanie
upraviťČíslo | singulár | plurál | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
Rod | mužský | ženský | stredný | mužský | ženský | stredný |
nominatív | λεξικολογικός | λεξικολογική | λεξικολογικό | λεξικολογικοί | λεξικολογικές | λεξικολογικά |
genitív | λεξικολογικού | λεξικολογικής | λεξικολογικού | λεξικολογικών | λεξικολογικών | λεξικολογικών |
akuzatív | λεξικολογικό(ν) | λεξικολογική | λεξικολογικό | λεξικολογικούς | λεξικολογικές | λεξικολογικά |
vokatív | λεξικολογικέ | λεξικολογική | λεξικολογικό | λεξικολογικοί | λεξικολογικές | λεξικολογικά |