μέλι
Gréčtina
upraviťVýslovnosť
upraviť- IPA: [ˈme.li]
Delenie
upraviť- μέ-λι
Podstatné meno
upraviť- rod stredný
Skloňovanie
upraviť▼ Pád ╲ Číslo ► | Singulár | Plurál |
---|---|---|
Nominatív | μέλι | μέλια |
Genitív | μελιού / μέλιτος | μελιών |
Akuzatív | μέλι | μέλια |
Vokatív | μέλι | μέλια |
Význam
upraviťPríbuzné slová
upraviť- μελάκι
- μελάτος
- μελένιος
- μελάς
- μελής
- μέλισσα
- μελισσάκι
- μελίσσι
- μελισσόπουλο
- μελισσούλα
- μελίτωμα
- μελιτώνω
- Μελίτων
- μέλωμα
- μελώνω
- ανθόμελο
- βαμβακόμελο
- μαστιχόμελο
- μελίρρυτος
- μελιστάλαχτος
- μελομακάρονο
- μελόπιτα
- ροδόμελι
- υδρόμελο