μέρα
Gréčtina
upraviťVýslovnosť
upraviť- IPA: [ˈme.ɾa]
Podstatné meno
upraviť- rod ženský
Skloňovanie
upraviť▼ Pád ╲ Číslo ► | Singulár | Plurál |
---|---|---|
Nominatív | μέρα | μέρες |
Genitív | μέρας | μερών |
Akuzatív | μέρα | μέρες |
Vokatív | μέρα | μέρες |
Význam
upraviťPríbuzné slová
upraviťFrázy a idiómy
upraviť- βλέπω άσπρη μέρα
- δε βλέπω τη μέρα
- η μέρα με τη νύχτα
- κι αύριο μέρα είναι
- με βρίσκει η μέρα
- μέρα μεσημέρι
- μέρα παρά μέρα
- μέρα με τη μέρα
- μετρώ τις μέρες
- μια μέρα και μια μέρα των ημερών
- όσο είναι μέρα