μήλο
Gréčtina upraviť
Výslovnosť upraviť
- IPA: [ˈmi.lo]
Homofóny upraviť
Delenie upraviť
- μή-λο
Podstatné meno upraviť
- rod stredný
Skloňovanie upraviť
▼ Pád ╲ Číslo ► | Singulár | Plurál |
---|---|---|
Nominatív | μήλο | μήλα |
Genitív | μήλου | μήλων |
Akuzatív | μήλο | μήλα |
Vokatív | μήλο | μήλα |
Význam upraviť
Príbuzné slová upraviť
- μηλιά
- μηλίνη
- μήλινος
- μηλίτης
- μηλίτσα
- μηλιώνας
- μηλαφάνα
- μηλόδενδρο
- μηλοέλατο
- μηλοκολοκύθα
- μηλοκολόκυθο
- μηλόκρασο
- μηλόκρεμα
- μηλοκυδώνι
- μηλοκύδωνο
- μηλολόνθη
- μηλομαρμελάδα
- μηλοπαραγωγή
- μηλοπαραγωγός
- μηλόπαστα
- μηλοπεπόνι
- μηλοπεπονιά
- μηλοπέπονο
- μηλόπιτα
- μηλοπούρναρο
- μηλοροδακινιά
- μηλοροδάκινο
- μηλοσαλάτα
- μηλόσουπα
- μηλόταρτα
- μηλοφάγος
- μηλοφόρος
- μηλόχορτο
- μηλοχυμός
- κυπαρισσόμηλο
- ξινόμηλο