νύχτα
Gréčtina upraviť
Výslovnosť upraviť
- IPA: [ˈni.xta]
Delenie upraviť
- νύ-χτα
Podstatné meno upraviť
- rod ženský
Skloňovanie upraviť
▼ Pád ╲ Číslo ► | Singulár | Plurál |
---|---|---|
Nominatív | νύχτα | νύχτες |
Genitív | νύχτας | νυχτών |
Akuzatív | νύχτα | νύχτες |
Vokatív | νύχτα | νύχτες |
Význam upraviť
Príbuzné slová upraviť
- νυχτερεύω
- νυχτερίδα
- νυχτερινός
- νυχτέρι
- νυχτιάτικα
- νυχτιάτικος
- νυχτικό
- νυχτωμένος
- νυχτώνομαι
- νυχτώνω
- ανύχτωτος
- απονυχτερεύω
- απονύχτερος
- διανυκτερεύω
- ημερονύχτιο
- καληνύχτα
- μερόνυχτο
- μεσάνυχτα
- μεσονυχτίς
- μεταμεσονύχτιος
- ξενυχτώ
- ολονυχτία
- ολονύχτιος
- παννύχιος
- παννυχίδα
- τετρανυκτία
- νυχθημερόν
- νυχταλωπία
- νυχτόβιος
- νυχτοκάματο
- νυχτοκόπημα
- νυχτοκόπος
- νυχτολουλουδέλαιο
- νυχτολούλουδο
- νυχτοπαρωρίτης
- νυχτοπερπάτημα
- νυχτοπεταλούδα
- νυχτοπούλι
- νυχτοφύλακας
- νυχτωδία