ογκόλιθος
Gréčtina
upraviťVýslovnosť
upraviť- IPA: [oŋˈɡo.li.θos]
Podstatné meno
upraviť- rod mužský
Skloňovanie
upraviť▼ Pád ╲ Číslo ► | Singulár | Plurál |
---|---|---|
Nominatív | ογκόλιθος | ογκόλιθοι |
Genitív | ογκόλιθου / ογκολίθου | ογκόλιθων / ογκολίθων |
Akuzatív | ογκόλιθο | ογκόλιθους / ογκολίθους |
Vokatív | ογκόλιθε | ογκόλιθοι |