οικογένεια
Gréčtina
upraviťVýslovnosť
upraviť- IPA: [i.koˈʝe.ni.a]
Delenie
upraviť- οι-κο-γέ-νει-α
Podstatné meno
upraviť- rod ženský
Skloňovanie
upraviť▼ Pád ╲ Číslo ► | Singulár | Plurál |
---|---|---|
Nominatív | οικογένεια | οικογένειες |
Genitív | οικογένειας / οικογενείας | οικογενειών |
Akuzatív | οικογένεια | οικογένειες |
Vokatív | οικογένεια | οικογένειες |
Význam
upraviťSynonymá
upraviťPríbuzné slová
upraviť- ενδοοικογενειακά
- ενδοοικογενειακός
- εξωοικογενειακά
- εξωοικογενειακός
- εσωοικογενειακά
- εσωοικογενειακός
- μικροοικογενειάρχης
- νεοοικογενειάρχης
- οικογενής
- οικογενειακά
- οικογενειακός
- οικογενειακώς
- οικογενειοκρατία
- οικογενειάρχης
- παλιοοικογένεια
- συνοικογενειακός
- υποοικογένεια
- φτωχοοικογένεια