οινόπνευμα
Gréčtina upraviť
Výslovnosť upraviť
- IPA: [iˈno.pnev.ma]
Delenie upraviť
- οι-νό-πνευ-μα
Podstatné meno upraviť
- rod stredný
Skloňovanie upraviť
▼ Pád ╲ Číslo ► | Singulár | Plurál |
---|---|---|
Nominatív | οινόπνευμα | οινοπνεύματα |
Genitív | οινοπνεύματος | οινοπνευμάτων |
Akuzatív | οινόπνευμα | οινοπνεύματα |
Vokatív | οινόπνευμα | οινοπνεύματα |
Význam upraviť
Synonymá upraviť
Príbuzné slová upraviť
- οινοπνευματίαση
- οινοπνευματίασις
- οινοπνευματικός
- οινοπνευμάτωση
- οινοπνευμάτωσις
- οινοπνευματομέτρηση
- οινοπνευματομέτρησις
- οινοπνευματομετρία
- οινοπνευματομετρητής
- οινοπνευματόμετρο
- οινοπνευματόμετρον
- οινοπνευματοποιείο
- οινοπνευματοποιείον
- οινοπνευματοποιήσιμος
- οινοπνευματοποιία
- οινοπνευματοποιός
- οινοπνευματούχος
- οινοπνευματώδης