πορνογραφικός

Gréčtina upraviť

Výslovnosť upraviť

  • IPA: [pɔr.nɔ.ɣɾa.fi.ˈkos]

Prídavné meno upraviť

Skloňovanie upraviť

Číslo singulár plurál
Rod mužský ženský stredný mužský ženský stredný
nominatív πορνογραφικός πορνογραφική πορνογραφικό πορνογραφικοί πορνογραφικές πορνογραφικά
genitív πορνογραφικού πορνογραφικής πορνογραφικού πορνογραφικών πορνογραφικών πορνογραφικών
akuzatív πορνογραφικό(ν) πορνογραφική πορνογραφικό πορνογραφικούς πορνογραφικές πορνογραφικά
vokatív πορνογραφικέ πορνογραφική πορνογραφικό πορνογραφικοί πορνογραφικές πορνογραφικά

Význam upraviť

  1. pornografický

Príbuzné slová upraviť