πράκτορας
Gréčtina upraviť
Výslovnosť upraviť
- IPA: [ˈpɾa.kto.ɾas]
Podstatné meno upraviť
- rod mužský nebo ženský
Skloňovanie upraviť
▼ Pád ╲ Číslo ► | Singulár | Plurál |
---|---|---|
Nominatív | πράκτορας | πράκτορες |
Genitív | πράκτορα / πράκτορος | πρακτόρων |
Akuzatív | πράκτορα | πράκτορες |
Vokatív | πράκτορα | πράκτορες |
Význam upraviť
Príbuzné slová upraviť
- εισπράκτορας
- εισπρακτορίνα
- εισπρακτόρισσα
- πρακτοράκος
- πρακτορεία
- πρακτορειακός
- πρακτορείο
- πρακτόρευση
- πρακτορεύω
- πρακτορικός
- πρακτοριλίκι
- πρακτόρισσα
- φοροεισπράκτορας