σκύλος
Gréčtina
upraviťVýslovnosť
upraviť- IPA: [ˈsci.los]
Delenie
upraviť- σκύ-λος
Podstatné meno
upraviť- rod mužský
Skloňovanie
upraviť▼ Pád ╲ Číslo ► | Singulár | Plurál |
---|---|---|
Nominatív | σκύλος | σκύλοι |
Genitív | σκύλου | σκύλων |
Akuzatív | σκύλο | σκύλους |
Vokatív | σκύλε | σκύλοι |
Význam
upraviťPríbuzné slová
upraviť- σκυλάδικο
- σκυλιάζω
- σκύλιασμα
- σκυλίσιος
- σκυλένιος
- σκυλοβαριέμαι
- σκυλοβρίζω
- σκυλόβρισμα
- σκυλοδόντης
- σκυλοδόντι
- σκυλόδοντο
- σκυλοδρομία
- σκυλοκαβγάς
- σκυλοκέφαλος
- σκυλολόι
- σκυλομούρης
- σκυλόμουτρο
- σκυλοπνίχτης
- σκυλοπόταμος
- σκυλόψαρο
- σκυλοκαβγάς
- σκυλοτρώγομαι
- σκυλού
- σκυλόψαρο
- σκυλόψυχος
- αγριόσκυλο
- θαλαμόσκυλο
- καραβόσκυλος
- κοπρόσκυλο
- κυνηγόσκυλο
- λυκόσκυλο
- μαντρόσκυλο
- μαυρόσκυλος
- παλιόσκυλο
- τσοπανόσκυλο