σταλινιστικός

Gréčtina

upraviť

Výslovnosť

upraviť
  • IPA: [sta.li.nis.ti.ˈkos]

Prídavné meno

upraviť

Skloňovanie

upraviť
Číslo singulár plurál
Rod mužský ženský stredný mužský ženský stredný
nominatív σταλινιστικός σταλινιστική σταλινιστικό σταλινιστικοί σταλινιστικές σταλινιστικά
genitív σταλινιστικού σταλινιστικής σταλινιστικού σταλινιστικών σταλινιστικών σταλινιστικών
akuzatív σταλινιστικό(ν) σταλινιστική σταλινιστικό σταλινιστικούς σταλινιστικές σταλινιστικά
vokatív σταλινιστικέ σταλινιστική σταλινιστικό σταλινιστικοί σταλινιστικές σταλινιστικά

Význam

upraviť
  1. stalinský, stalinistický

Príbuzné slová

upraviť