συγκεκριμένος

Gréčtina

upraviť

Výslovnosť

upraviť
  • IPA: [siŋ.ɡe.kri.ˈmɛ.nos]
  • IPA: [si.ɡe.kri.ˈmɛ.nos]

Prídavné meno

upraviť

Skloňovanie

upraviť
Číslo singulár plurál
Rod mužský ženský stredný mužský ženský stredný
nominatív συγκεκριμένος συγκεκριμένη συγκεκριμένο συγκεκριμένοι συγκεκριμένες συγκεκριμένα
genitív συγκεκριμένου συγκεκριμένης συγκεκριμένου συγκεκριμένων συγκεκριμένων συγκεκριμένων
akuzatív συγκεκριμένο(ν) συγκεκριμένη συγκεκριμένο συγκεκριμένους συγκεκριμένες συγκεκριμένα
vokatív συγκεκριμένε συγκεκριμένη συγκεκριμένο συγκεκριμένοι συγκεκριμένες συγκεκριμένα

Význam

upraviť
  1. konkrétny, špecifický

Antonymá

upraviť
  1. αφηρημένος (abstraktný)

Príbuzné slová

upraviť