- IPA: [siŋ.ɡe.kri.ˈmɛ.nos]
- IPA: [si.ɡe.kri.ˈmɛ.nos]
Číslo
|
singulár
|
plurál
|
Rod
|
mužský
|
ženský
|
stredný
|
mužský
|
ženský
|
stredný
|
nominatív
|
συγκεκριμένος
|
συγκεκριμένη
|
συγκεκριμένο
|
συγκεκριμένοι
|
συγκεκριμένες
|
συγκεκριμένα
|
genitív
|
συγκεκριμένου
|
συγκεκριμένης
|
συγκεκριμένου
|
συγκεκριμένων
|
συγκεκριμένων
|
συγκεκριμένων
|
akuzatív
|
συγκεκριμένο(ν)
|
συγκεκριμένη
|
συγκεκριμένο
|
συγκεκριμένους
|
συγκεκριμένες
|
συγκεκριμένα
|
vokatív
|
συγκεκριμένε
|
συγκεκριμένη
|
συγκεκριμένο
|
συγκεκριμένοι
|
συγκεκριμένες
|
συγκεκριμένα
|
- konkrétny, špecifický
- αφηρημένος (abstraktný)