σχετικός
Gréčtina
upraviťVýslovnosť
upraviť- IPA: [sçe.ti.ˈkɔs]
Prídavné meno
upraviťSkloňovanie
upraviťČíslo | singulár | plurál | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
Rod | mužský | ženský | stredný | mužský | ženský | stredný |
nominatív | σχετικός | σχετική | σχετικό | σχετικοί | σχετικές | σχετικά |
genitív | σχετικού | σχετικής | σχετικού | σχετικών | σχετικών | σχετικών |
akuzatív | σχετικό(ν) | σχετική | σχετικό | σχετικούς | σχετικές | σχετικά |
vokatív | σχετικέ | σχετική | σχετικό | σχετικοί | σχετικές | σχετικά |
Význam
upraviťPríbuzné slová
upraviť- σχέση (pomer)
- σχετικότητα (relatívnosť, relativita)
- άσχετος (irelevantný, nesúvisiaci)
- έχω (mať)
- σχετικοποίηση (relativizácia)
- σχετικοποιώ (relativizovať)