σύρμα
Gréčtina
upraviťVýslovnosť
upraviť- IPA: [ˈsiɾ.ma]
Delenie
upraviť- σύρ-μα
Podstatné meno
upraviť- rod stredný
Skloňovanie
upraviť▼ Pád ╲ Číslo ► | Singulár | Plurál |
---|---|---|
Nominatív | σύρμα | σύρματα |
Genitív | σύρματος | συρμάτων |
Akuzatív | σύρμα | σύρματα |
Vokatív | σύρμα | σύρματα |
Význam
upraviťPríbuzné slová
upraviť- ασυρματιστής
- ασυρματίστρια
- ασύρματος
- ατσαλόσυρμα
- ενσύρματος
- συρματένιος
- συρμάτινος
- συρματόπλεγμα
- συρματοποιώ
- συρματόσκοινο
- συρματόσχοινο
- συρμάτωση