φασόλι
Gréčtina upraviť
Výslovnosť upraviť
- IPA: [faˈso.li]
Delenie upraviť
- φα-σό-λι
Podstatné meno upraviť
- rod stredný
Skloňovanie upraviť
▼ Pád ╲ Číslo ► | Singulár | Plurál |
---|---|---|
Nominatív | φασόλι | φασόλια |
Genitív | φασολιού | φασολιών |
Akuzatív | φασόλι | φασόλια |
Vokatív | φασόλι | φασόλια |
Význam upraviť
Synonymá upraviť
Príbuzné slová upraviť
- φασίολος
- φασολάδα
- φασουλάδα
- φασολάκι
- φασουλάκι
- φασολάκια
- φασόλια
- φασολιά
- φασουλιά
- φασουλοταβάς
- φασουλής
- αμπελοφάσουλο
- αραποφάσουλο
- κοκκινοφάσουλο
- νεροφάσουλο
- τουρκοφάσουλο
- χωριατοφάσουλο