χημεία
Gréčtina
upraviťVýslovnosť
upraviť- IPA: [çiˈmi.a]
Podstatné meno
upraviť- rod ženský
Skloňovanie
upraviť▼ Pád ╲ Číslo ► | Singulár | Plurál |
---|---|---|
Nominatív | χημεία | χημείες |
Genitív | χημείας | χημειών |
Akuzatív | χημεία | χημείες |
Vokatív | χημεία | χημείες |
Význam
upraviťPríbuzné slová
upraviť- αλχημεία
- χημικός
- χημείο
- αγροχημεία
- ακτινοχημεία
- βιοχημεία
- βρωματοχημεία
- γεωχημεία
- ηλεκτροχημεία
- θερμοχημεία
- κρυσταλλοχημεία
- μαγνητοχημεία
- μεταλλοχημεία
- μικροχημεία
- πετροχημεία
- ραδιοχημεία
- στερεοχημεία
- φαρμακοχημεία
- φυσικοχημεία
- φωτοχημεία
- χημειοεμβολισμός
- χημειοθεραπεία
- χημειομετρία
- χημειοσύνθεση
- χημειοτακτισμός
- χημειοταξινομία
- χημειοτροπισμός
- χημειοϋποδοχέας
- χημειοφωταύγεια
- χημικοφυσικός
- χημισμός