χορτασμένος

Gréčtina

upraviť

Výslovnosť

upraviť
  • IPA: [xor.ta.ˈzmɛ.nos]

Prídavné meno

upraviť

Skloňovanie

upraviť
Číslo singulár plurál
Rod mužský ženský stredný mužský ženský stredný
nominatív χορτασμένος χορτασμένη χορτασμένο χορτασμένοι χορτασμένες χορτασμένα
genitív χορτασμένου χορτασμένης χορτασμένου χορτασμένων χορτασμένων χορτασμένων
akuzatív χορτασμένο(ν) χορτασμένη χορτασμένο χορτασμένους χορτασμένες χορτασμένα
vokatív χορτασμένε χορτασμένη χορτασμένο χορτασμένοι χορτασμένες χορτασμένα

Význam

upraviť
  1. nasýtený, sýty

Antonymá

upraviť
  1. ακόρεστος, πεινασμένος, αχόρταγος

Príbuzné slová

upraviť