ψυχιατρικός

Gréčtina upraviť

Výslovnosť upraviť

  • IPA: [psi.çi.ʝa.tri.ˈkos]

Prídavné meno upraviť

Skloňovanie upraviť

Číslo singulár plurál
Rod mužský ženský stredný mužský ženský stredný
nominatív ψυχιατρικός ψυχιατρική ψυχιατρικό ψυχιατρικοί ψυχιατρικές ψυχιατρικά
genitív ψυχιατρικού ψυχιατρικής ψυχιατρικού ψυχιατρικών ψυχιατρικών ψυχιατρικών
akuzatív ψυχιατρικό(ν) ψυχιατρική ψυχιατρικό ψυχιατρικούς ψυχιατρικές ψυχιατρικά
vokatív ψυχιατρικέ ψυχιατρική ψυχιατρικό ψυχιατρικοί ψυχιατρικές ψυχιατρικά

Význam upraviť

  1. psychiatrický

Príbuzné slová upraviť